- μυστηριασμός
- μυστηρι-ασμός, ὁ,A initiation, Eust.1854.46, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυστηριασμός — μυστηριασμός, ὁ (Μ) [μυστηριάζω] η μύηση στα μυστήρια τής ελληνικής θρησκείας … Dictionary of Greek
μυστηριασμῷ — μυστηριασμός initiation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστηριασμόν — μυστηριασμός initiation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)